Log in
A+ A A-

Αρνείται τις κατηγορίες ο Παπακωνσταντίνου

Σε εξέλιξη βρίσκεται η ακροαματική διαδικασία στο Ειδικό Δικαστήριο με μοναδικό κατηγορούμενο τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είναι αντιμέτωπος με δύο κακουργήματα για τη φερόμενη διαγραφή που διέπραξε από τη «λίστα Λαγκάρντ» τριών ονομάτων συγγενικών του προσώπων.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου, με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας έπειτα από παραίνεση του προέδρου δήλωσε: «Είμαι αθώος, αρνούμαι κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες».

Δεύτερος μάρτυρας κατέθεσε ο Παν. Μαντούβαλος, το στέλεχος του ΣΔΟΕ που έκανε τον έλεγχο στη λίστα Λαγκάρντ. Όπως κατέθεσε ο κ. Μαντούβαλος, τού δόθηκε κατά τη διαδικασία της προανάκρισης στικάκι (usb) το οποίο περιείχε 2.059 αρχεία. Στη συνέχεια, στην ανάκριση εντάχθηκε ενα σιντι (sd) που στάλθηκε από τη Γαλλία, το οποίο περιείχε όμοια στοιχεία με το στικάκι, αλλά το σιντί είχε επιπλέον τρία αρχεία, που αφορούσαν τα συγγενικά πρόσωπα του κ. Παπακωνσταντίνου.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου πρότεινε να εξεταστούν επιπλέον τρεις μάρτυρες, ενώ η εισαγγελέας της Έδρας Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου, πρότεινε να εξεταστούν οκτώ ακόμη μάρτυρες, ανάμεσά τους οι δύο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, Ιωάννης Διώτης και Γιάννης Καπελέρης, και ο Αναστάσιος Πίκκας, πρέσβης της Ελλάδας στη Γαλλία όταν εστάλη η περίφημη λίστα. Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει στις προτάσεις εξέτασης νέων μαρτύρων.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τη φωτογράφιση, αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου Νικόλαος Πάσσος τού απάντησε ότι είναι δημόσιο πρόσωπο και πρόσωπο της επικαιρότητας. Σημειώνεται ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου, εισήλθε στο Δικαστικό Μέγαρο του Αρείου Πάγου -κατόπιν σχετικής άδειας- από το γκαράζ προκειμένου να αποφύγει τις τηλεοπτικές κάμερες και τους φωτογράφους.

Πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ο Δημήτριος Μασίνας, διευθυντής του Κέντρου Φορολόγησης Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), ο οποίος αναφέρθηκε στους ελέγχους που πραγματοποίηθηκαν σε συγγενικά πρόσωπα του πρώην υπουργού Οικονομικών.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών αντιμετωπίζει το κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα της νόθευσης δημοσίου εγγράφου, με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950, περί καταχραστών του Δημοσίου, όπως και το κακουργηματικού επιπέδου αδίκημα (λόγω των επιβαρυντικών διατάξεων του Ν. 1608/1950) της απόπειρας απιστίας.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, «με πρόθεση νόθευσε έγγραφο (σσ: λίστα Λαγκάρντ) που ήταν προσιτό σε αυτόν, λόγω της υπηρεσίας του, έχοντας σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος με βλάβη του Δημοσίου, σε βάρος του οποίου απειλήθηκε ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλη».

Τα αρχεία που διαγράφησαν από την «λίστα Λαγκάρντ» αφορούσαν τρία συγγενικά πρόσωπα του πρώην υπουργού Οικονομικών και ειδικότερα: α) τον Ανδρέα Ρωσσώνη, σύζυγο της Μαρίνας Παπακωνσταντίνου, πρώτης ξαδέλφης του πρώην υπουργού, β) τον Συμεών Σικιαρίδη, σύζυγο της Ελένης Παπακωνσταντίνου, πρώτης εξαδέλφης του κ. Παπακωνσταντίνου και γ) την ίδια την Ελένη Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το βούλευμα, ο πρώην υπουργός νόθευσε τη λίστα, αφού διέγραψε τα ονόματα των τριών συγγενών του, «με σκοπό αφενός να αποκρύψει το γεγονός ότι τα ονόματα των συγγενών του περιέχονταν στον CD της λίστας (η οποία αποτελούσε μέρος καταλόγου γνωστού διεθνώς ως «λίστα Falciani») και, με τον τρόπο αυτό, να αποφύγει βλάβη της πολιτικής του εικόνας ως υπουργού Οικονομικών και αφετέρου να προσφέρει παράνομο περιουσιακό όφελος στους τρεις συγγενείς του, αφού θα απέφευγαν τον φορολογικό έλεγχο». Όμως, «ο έλεγχος, πραγματοποιήθηκε μετά την αποκάλυψη της πράξης του κατηγορουμένου και κατέδειξε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2011, οι συγγενείς του είχαν αποκρύψει φορολογητέα εισοδήματα».

Ακόμη, αναφέρεται στο βούλευμα, ότι ο πρώην υπουργός Οικονομικών, ενώ είχε αποφασίσει να διαπράξει το κακούργημα, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από εξωτερικά αίτια και ανεξάρτητα από τη θέλησή του.