Log in
A+ A A-

Όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι...

Του Χριστόδουλου Αθανασάτου

Διαβάζω στατιστικές και έρευνες. Παρακολουθώ τον αριθμό των Ελλήνων μεταναστών που ανεβαίνει. Μπαίνω σε σελίδες και μαθαίνω νέα πράγματα. Ψάχνω να βρω σε ποια στατιστική κατηγορία εντάσσομαι και εγώ.

Την ίδια στιγμή, μπαίνω επί καθημερινής βάσεως στο διαδίκτυο. Ενημερώνομαι για τα τεκταινόμενα και διατηρώ επικοινωνία με την πατρίδα. Αργά το απόγευμα που τελειώνω από την δουλειά ή κάθομαι σπίτι, βλέπω στο facebook φωτογραφίες φίλων μου, που είτε βρίσκονται και περνάνε καλά είτε βγαίνουν για ποτό. Κάπου εκεί αρχίζουν τα περίεργα. Ζηλεύω λίγο. Συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πως είμαι μακριά.

Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις. Είναι άνθρωποι, γνωστοί και φίλοι, που ζητάνε να μάθουν πληροφορίες. Περνάει από το μυαλό τους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ρωτάνε για τις δουλειές, τα ενοίκια, αν γνωρίζω κάτι για να τους δώσω μια συμβουλή. Άλλες φορές, όταν επισκέπτομαι το Μανχάταν, ανεβάζω φωτογραφίες από ουρανοξύστες ή την θέα της πόλης. Εκεί τα like περισσεύουν. Ίσως ορισμένοι να νομίζουν ότι σε έναν από αυτούς τους ουρανοξύστες ζω ή εργάζομαι κι εγώ.

Σε προσωπικό επίπεδο, ευτυχώς, ποτέ δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου να φύγω. Άλλωστε, οι λόγοι που με ανάγκασαν να το κάνω και το δέλεαρ για να πάω στη Νέα Υόρκη εξακολουθούν να υφίστανται. Από εκεί και πέρα, βέβαια, το θέμα έχει πολλές διαστάσεις. Αρκετές, για να σκεφτεί κάποιος τι πραγματικά θέλει.

Με ρωτάνε λοιπόν αν αξίζει τον κόπο να κάνεις το υπερατλαντικό ταξίδι. Απαντάω πως ναι, αρκεί να είσαι συνειδητοποιημένος. Αρκεί να γνωρίζεις τι θέλεις να κάνεις και μέχρι πού σκοπεύεις ή μπορείς να φτάσεις. Άλλωστε, τους λίγους αυτούς μήνες συνάντησα αρκετές περιπτώσεις και έβγαλα τα συμπεράσματά μου.

Το μεγάλο μειονέκτημα λοιπόν δεν είναι τόσο οι εξαντλητικοί ρυθμοί (έρχεσαι για δουλειά και όχι για να πετάξεις χαρταετό), η διαφορά της γλώσσας (κάποιες δεκαετίες πριν οι προγενέστεροι μετανάστες δεν γνώριζαν τι σημαίνει το «ΟΚ») ή το πώς θα αντιμετωπιστείς λόγω εθνικότητας. Εξάλλου, οι Έλληνες είναι χρόνια εδώ, οι ελληνικές κοινότητες αρκετά ισχυρές κοινωνικά και οικονομικά ενώ υπάρχουν πολλά success stories Ελλήνων ή ελληνικής καταγωγής. Το θέμα είναι οι δυνατότητες που σου δίνει το ίδιο το σύστημα για να ζήσεις ανθρώπινα ή όχι. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με την δυσκολία παροχής άδειας εργασίας.

Άνηκα στην τυχερή μειοψηφία που δεν είχε ανάγκη πρόσκλησης ή άλλης διαδικασίας προκειμένου να αποκτήσει νόμιμη άδεια εργασίας, λόγω υπηκοότητας και οικογενειακών καταβολών. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, δεν είναι έτσι: Η περίφημη "ESTA", για την οποία τόσα γράφτηκαν πριν από μερικά χρόνια, έχει πολύ συγκεκριμένες δυνατότητες και όρους: Δεν σου επιτρέπει να παραμείνεις στην χώρα περισσότερους από τρεις συνεχόμενους μήνες, ενώ δεν αναφέρει πουθενά ότι έχεις την δυνατότητα να εργαστείς. Αυτό σημαίνει πως πολλοί μετανάστες διανύουν μια περίοδο κατά την οποία είτε επιχειρούν να εργαστούν παράνομα σε δουλειές του ποδαριού είτε να συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις προκειμένου να πάρουν, είτε εύκολα - είτε πιο δύσκολα, είτε... «υπόγεια» -την άδεια εργασίας, περνώντας όμως από μια μακρά περίοδο κατά την οποία ενδέχεται ακόμη να γίνουν και αντικείμενα εκμετάλλευσης, έχοντας, παράλληλα, την αγωνία, εάν κάποιος θα τους «καρφώσει» στο immigration και θα βρεθούν, με συνοπτικές διαδικασίες, από εκεί που ήρθαν.

Σε ό,τι αφορά στην ποιότητα ζωής, θα πρέπει ο καθένας να λάβει υπόψη ότι Νέα Υόρκη και πόλη της Νέας Υόρκης δεν είναι μόνο το Μανχάταν: Νέα Υόρκη είναι και κάποιες «κρύες» ή λιγότερο αισθητικά άρτιες περιοχές στο Queens. Νέα Υόρκη είναι το αγχώδες τρέξιμο να προλάβεις το τρένο. Νέα Υόρκη είναι το ακριβό νοίκι, οι λογαριασμοί ("bills" ή «μπίλια» κατά το...ελληνοαμερικανικότερο), Νέα Υόρκη είναι και η πρόσκαιρη κακοκαιρία, ο πολύ κρύος χειμώνας και πολλά άλλα πράγματα τα οποία πρέπει να έχεις υπόψη σου.

Όλα αυτά, βέβαια, ισοσκελίζονται από ένα βασικό στοιχείο: Νέα Υόρκη είναι η προσωποποίηση και ενσάρκωση της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη. Νέα Υόρκη είναι το «ανοιχτό πεδίο», η «ευκαιρία», ένα «παράθυρο» στην επιτυχία το οποίο, αν και παρουσιάζει τις δικές του ιδαιτερότητες, δεν κλείνει ποτέ για κανέναν. Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα δουλέψεις.

Πήγε 3:30 το μεσημέρι. Ο υπολογιστής μου λέει 10:30 το βράδυ. Δεν τον άλλαξα από την ελληνική ζώνη ώρας. Επίτηδες. Για να έχω υποσυνείδητα μια επαφή. Άλλωστε, όπως έγραψε και μια παλιά μου συμμαθήτρια σε ένα νοσταλγικό link που ανέβασα για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το τραγούδι του Πασχαλίδη τα λέει όλα:

«Όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι, μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη».